- τεσσαρακονταμελής
- -ές, Ν(για σύνολο) αυτός που απαρτίζεται από σαράντα μέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + -μελής (< μέλος), πρβλ. τρι-μελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.